αντίγραφα

αντίγραφα
Στην τέχνη αποτελούν τις επαναλήψεις πρωτότυπων έργων. Τα α. έχουν μεγάλη σημασία, κυρίως για τη γνώση της ελληνικής κλασικής γλυπτικής. H αξία τους διαφέρει ανάλογα με την πιστότητά τους προς το αρχέτυπο, που το έχουν μεταφέρει κάποτε και σε διαφορετικό υλικό, ιδίως από χαλκό σε μάρμαρο. Από τον 1o αι. π.Χ. και έπειτα αρχίζει το ενδιαφέρον των πλούσιων Ρωμαίων για τα ελληνικά καλλιτεχνήματα και αυξάνεται η ζήτησή τους. Στην Αττική λειτούργησε μία μεγάλη σχολή αντιγραφέων που τα προϊόντα της διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα πολλοί γλύπτες μετανάστευσαν από τις ανατολικές περιοχές στη Ρώμη όπου εγκατέστησαν εργαστήρια. Την εκλογή των αρχετύπων που θα αντιγράφονταν καθόριζαν οι προτιμήσεις των πελατών αλλά και ο τόπος όπου τα έργα ήταν τοποθετημένα· γενικά, γινόταν μεγάλη αναπαραγωγή γλυπτών της Αθήνας. Τον 2ο αι. μ.Χ., ο αυτοκράτορας Αδριανός διακόσμησε με τεράστιο αριθμό α. την έπαυλή του κοντά στο Τίβολι, που περιείχε από τις Καρυάτιδες της πρόστασης των Κορών του Ερεχθείου έως την Αμαζόνα του Φειδία. Πολλοί ρωμαϊκοί ανδριάντες δεν είναι τίποτε άλλο παρά α. ελληνικών γλυπτών, στα οποία μετατρέπονταν μόνο τα χαρακτηριστικά του προσώπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντίγραφα — ἀντίγραφος copied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀντιγραφάς — ἀντιγραφά̱ς , ἀντιγραφή a reply in writing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀντίγραφα — ἀντίγραφα , ἀντίγραφος copied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφάς — ἀντιγραφά̱ς , ἀντιγραφή a reply in writing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίγραφ' — ἀντίγραφα , ἀντίγραφος copied neut nom/voc/acc pl ἀντίγραφε , ἀντίγραφος copied masc/fem voc sg ἀντίγραφε , ἀντιγράφω write against pres imperat act 2nd sg ἀντίγραφε , ἀντιγράφω write against imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”